- πτεριδώδη
- τα, Νβοτ. άλλη ονομασία για τα πολυποδιώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. filicales (< λατ. filix, -icis «πτέρις»). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος Κων/πόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.